- ἑκουσιότης
- ἑκουσιότηςwillingnessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκουσιότης — ἑκουσιότης, η (AM) η ιδιότητα τού εκούσιου, ελεύθερη γνώμη … Dictionary of Greek
ἑκουσιότητι — ἑκουσιότης willingness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑκουσιότητος — ἑκουσιότης willingness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)